Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

ΕΙΣΗΓΗΣΗ: Π. ΓΕΜΤΟΣ

   

      Π.Γέμτου, Φιλοσοφικά θεμέλια και πρακτική χρησιμότητα  των κοινωνικών επιστημών

  Για να διερευνηθεί η θεωρητική-φιλοσοφική θεμελίωση των κοινωνικών επιστημών είναι αναγκαίο να αναλυθούν το έργο της φιλοσοφίας ως καθολικής ορθολογικής σύλληψης του κόσμου και ο  ρόλος της επιστήμης των  νεότερων χρόνων στην εξήγηση και πρόβλεψη της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
  Στο Α μέρος της διάλεξης θα γίνει μια επισκόπηση της εμφάνισης και των συμβολών της φιλοσοφίας και των επιστημών στην ιστορία του Ευρωπαικού πολιτισμού.Ιδιαίτερο βάρος θα δοθεί στο πρόβλημα του έργου της φιλοσοφίας  μετά την εμφάνιση και την εκπληκτική πρόοδο πολλών εξειδικευμένων επιστημονικών κλάδων. Στο Β μέρος θα γίνει φιλοσοφική ανάλυση της έννοιας της επιστήμης, θα προταθεί μια  ταξινόμηση των επιστημών με βάση τους σκοπούς που επιδιώκουν και τα μέσα που χρησιμοποιούν για να τους επιτύχουν και θα ορισθεί η θέση που καταλαμβάνουν οι κοινωνικές επιστήμες στην ταξινόμηση αυτή. Στο Γ μέρος θα αναλυθούν ιστορικά και φιλοσοφικά θεμέλια της αρχαιοελληνικής κοινωνικής σκέψης και των σύγχρονων κοινωνικών επιστημών που δείχνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νεότερης επιστήμης και τη διαφορά της παραδοσιακής κοινωνικής φιλοσοφίας από τη σύγχρονη φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών.

       Α. Φιλοσοφία και επιστήμες στη νεότερη Ευρωπαική ιστορία
              

  Φιλοσοφία και επιστήμη είναι δημιουργήματα του Ευρωπαικού μας πολιτισμού,του πολιτισμού που γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα και συνεχίζεται ως σήμερα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Με το πέρασμα από το μύθο στο λόγο στην αρχαιοελληνική σκέψη σηματοδοτείται  η γέννηση της  φιλοσοφίας  που επιδιώκει ακριβή και αντικειμενική γνώση(επιστήμη) αντίθετα προς την υποκειμενική γνώμη της καθημερινής ζωής(δόξα).Μέχρι τότε η ανθρώπινη διανόηση  ήταν στενά δεμένη με τη θρησκεία,  λειτουργώντας κυρίως ως πόλος  πρακτικών προσανατολισμών και ως εστία συμμετοχής στην ηθική και την κοινοτική ζωή και με βάση αναφοράς  προσωπικές αυθεντίες και  κείμενα (άγιες γραφές δεσμευτικά πρότυπα ζωής, επιβλητικούς ηγέτες) που σε μεγάλο βαθμό αποδυνάμωναν και υποβάθμιζαν την αξία των πνευματικών διαλογισμών και επιχειρημάτων. 
 
Στη νεότερη ευρωπαϊκή πνευματική ιστορία η φιλοσοφία παραχωρεί σταδιακά τη θέση της σε αυστηρές και εξειδικευμένες επιστήμες. Ακολουθώντας τις φυσικές οι κοινωνικές επιστήμες με  την Οικονομική(18ος αιώνας),την Κοινωνιολογία και Κοινωνική Ανθρωπολόγία(19ος αιώνας),την Πολιτική Επιστήμη και την Κοινωνική Ψυχολογία (20ος αιώνας) χρησιμοποιούν υποθετικά-νομολογικά μοντέλα για την εξήγηση των διαπροσωπικών ανθρώπινων σχέσεων που δίνουν και τις βάσεις για τεχνολογικές παρεμβάσεις(διάφορες μορφές πολιτικών : οικονομική, κοινωνική κ.α.).Με το ερώτημα της αλήθειας των πνευματικών μας κατασκευών εγκαταλείπουμε την απόλαυση της τέχνης και στρεφόμαστε στην επιστημονική θεώρηση του κόσμου, γράφει ο θεμελιωτής της σύγχρονης Λογικής και φιλοσοφίας της γλώσσας Γκότλομπ Φρέγκε(Gottlob Frege).Το εποπτικό (άμεσης θέασης) μοντέλο αλήθειας που κυριαρχούσε από την ελληνική αρχαιότητα ως τη φαινομενολογία του Χούσσερλ (Husserl) αντικαθίσταται από την ανταπόκριση γλωσσικών προτασιακών ισχυρισμών προς τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα. Σε σύγχρονη θεώρηση η κλασική αντίληψη της επιστήμης ως βέβαιης γνώσης  δίνει τη θέση της σε μια υποθετική θεωρητική προσέγγιση που δεν προσφέρει ευκρινείς και αμετακίνητες  αλήθειες αλλά  εμπειρικά ελεγχόμενες υποθέσεις στο πλαίσιο συνεχώς αναθεωρούμενων θεμελίων.  Η επιστήμη γίνεται έτσι μια ορθολογική δραστηριότητα που πορεύεται σε αβέβαια θεμέλια, αυξάνοντας τις γνώσεις μας και απομακρύνοντας πλανημένες ιδέες για τον κόσμο που ζούμε.
 Ηθικές αξιολογήσεις ανθρωπίνων πράξεων έμειναν αρχικά εκτός του επιστημονικού χώρου,αφού  φαίνονταν αδύνατο να προσεγγισθούν με εμπειρικά κριτήρια αλήθειας.Μετά τη φιλοσοφική-επιστημολογική λύση   του προβλήματος των αξιολογικών κρίσεων κυρίως στο έργο των Ντ.Χιουμ (  D.Hume ),Μ.Βέμπερ (  M.Weber) και Χ.Αλμπερτ (H.Albert) είναι σήμερα  δυνατή η συστηματική διαμόρφωση θεωρητικά θεμελιωμένων ( σε άλλα όμως κριτήρια,όπως δικαιοσύνη, ελευθερία, ευημερία)  δεοντολογικών επιστημών(με σημαντικότερες τη Νομική και την Ηθική ).Οι ανθρωπιστικές επιστήμες που πριν κάλυπταν όλο το χώρο των επιστημών του ανθρώπου  περιορίζονται τώρα στο χώρο κατανόησης και ερμηνείας των ανθρώπινων έργων(για πολλούς εξακολουθούν να ανήκουν στον κορμό της φιλοσοφίας).
  Στην αναλυτική, κυρίως αγγλοσαξονική, παράδοση   η φιλοσοφία διατηρεί και σήμερα(παρά την κριτική που έχει ασκηθεί από πολλές πλευρές) ένα σημαντικό και κρίσιμο ρόλο : ερευνά τα θεμέλια και τις μεθόδους των  επιστημών(αναλυτικών, δεοντολογικών και ανθρωπιστικών), συμβάλλοντας στην ορθολογικότερη διαμόρφωσή τους και προσφέρει μια δημιουργική κριτική σύνθεση των πορισμάτων τους που διασφαλίζει την ενότητα του λόγου και μια ορθολογική κοσμοεικόνα για τον πολίτη της ελεύθερης δημοκρατικής κοινωνίας.H  παραίτηση ωστόσο της φιλοσοφίας από πρωτογενή γνώση δεν γίνεται δεκτή από φιλοσοφικές σχολές του μεσευρωπαικού χώρου (με σημαντικότερες ερμηνευτική, διαλεκτική,υπαρξισμό, φαινομενολογία,πραγματισμό,  κατασκευσιοκατία,
στρουκτουραλισμό, μεταμοντερνισμό ) που θεωρώντας την επιστημονική γνώση επιφανειακή και τεχνολογική αναζητούν βαθύτερη πνευματική σύλληψη του κόσμου.
      


  Β.      Επιστήμη ως συστηματική διυποκειμενική σύλληψη του κόσμου

Eπιστήμη ως γνωστική πνευματική δραστηριότητα που επιδιώκει αύξηση του πληροφοριακού μας δυναμικού για την πραγματικότητα είναι η  επιστήμη των νεότερων χρόνων,του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα, που αποτέλεσε πρότυπο και οδηγό για τη δημιουργία των σύγχρονων  κοινωνικών επιστημών.Για την επιστήμη αυτή υπάρχει ήδη ένα καλά οργανωμένο σώμα μεθοδολογικών αρχών που διαμορφώνουν σκοπούς και μέσα της επιστημονικής δραστηριότητας (φιλοσοφία της επιστήμης ή  επιστημολογία). Μεθοδολογικός μονισμός με χρησιμοποίηση των καλά επεξεργασμένων αναλυτικών εργαλείων της λογικής και των μαθηματικών ισχύει για όλες τις μορφές γνωστικής προσέγγισης στον κόσμο.Η εκπληκτική ως τώρα  ανάπτυξη των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών αποτελεί την  μεγαλύτερη επιβεβαίωση της καταλληλότητας των μεθοδολογικών κανόνων του εμπειρικού-νομολογικού μοντέλου τόσο για τη γνώση του κόσμου όσο και για την τεχνολογική αξιοποίηση των πορισμάτων της επιστημονικής έρευνας.
Η φιλοσοφική διερεύνηση και λύση του προβλήματος της σχέσης όντος και δέοντος και ο συνακόλουθος περιορισμός ενδεχόμενων  φυσιοκρατικών σφαλμάτων από κρυμμένες αξιολογήσεις επιτρέπουν σήμερα χωρίς μεγάλο κίνδυνο τη διεύρυνση της έννοιας της επιστήμης,ώστε να καλύπτει και δραστηριότητες που  δεν αποσκοπούν μόνο σε αύξηση των πληροφοριών μας για τον κόσμο που ζούμε. Η επιστήμη μπορεί να ορισθεί πολύ γενικά ως συστηματική πνευματική δραστηριότητα που δίνει πορίσματα με διυποκειμενική ισχύ.Αναγκαία εννοιολογικά  χαρακτηριστικά είναι ο συστηματικός της χαρακτήρας που τη διαφοροποιεί από μια ευκαιριακή πρακτική γνώση και η διυποκειμενικότητα των πορισμάτων της που της προσδίδει απόσταση, αμεροληψία και  αντικειμενικότητα. Περαιτέρω διαφοροποίηση του ορισμού αυτού γίνεται με βάση τους σκοπούς που επιδιώκονται και τα μέσα που εφαρμόζονται για την εκπλήρωσή τους. Οι επιστήμες που εξυπηρετούν γνωστικούς πληροφοριακούς σκοπούς ανήκουν στη μεγάλη κατηγορία των αναλυτικών (εμπειρικών και τυπικών ) επιστημών. Δύο άλλες  μεγάλες κατηγορίες επιστημών  είναι οι δεοντολογικές ή κανονιστικές επιστήμες που επιδιώκουν αξιολόγηση και ρύθμιση του κόσμου και οι ανθρωπιστικές ή πνευματικές επιστήμες που έχουν ως σκοπό την ανεύρεση νοημάτων σε ανθρώπινες πράξεις και ανθρώπινα πνευματικά έργα.
Σημαντικότερες αναλυτικές επιστήμες είναι η Φυσική, η Χημεία, η Βιολογία, ο κύριος όγκος της  Οικονομικής, της Κοινωνιολογίας και της Πολιτικής Επιστήμης,η Λογική,τα Μαθηματικά κ.α.  Στην κατηγορία των δεοντολογικών επιστημών ανήκουν η Νομική,η Ηθική και η Οικονομική της Ευημερίας,αλλά και τμήματα της Πολιτικής Επιστήμης και της Οικονομικής των Επιχειρήσεων.Τέλος το χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών καλύπτουν οι φιλολογίες και η ιστορία(με την ουμανιστική της μορφή ως νοηματική αναπαράσταση των παλαιότερων εποχών).
Στο σχήμα αυτό οι κοινωνικές επιστήμες δεν ανήκουν μόνο στο χώρο των αναλυτικών εμπειρικών επιστημών (με την Οικονομική, την Κοινωνιολογία, την Πολιτική Επιστήμη, την Κοινωνική Ανθρωπολογία, την Κοινωνική Ψυχολογία) αλλά και στο χώρο των δεοντολογικών επιστημών(με  επιστήμες, όπως η Νομική, η Ηθική και η Οικονομική της Ευημερίας, που παρουσιάζουν τεράστιο πρακτικό και θεωρητικό ενδιαφέρον).

1. Οι  εμπειρικές  κοινωνικές επιστήμες

 Οι εμπειρικές κοινωνικές επιστήμες της αναλυτικής παράδοσης διαμορφώθηκαν στους νεότερους χρόνους  ως εφαρμογή στη μελέτη των κοινωνικών ομάδων και της ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς του εμπειρικού-νομολογικού μοντέλου της νευτώνειας Φυσικής.Σκοπός ήταν να ευρεθεί μια ανάλογη προς τη βαρύτητα συνεκτική αρχή(όπως ήταν π.χ.η συμπάθεια στο έργο του Α.Σμιθ (Α. Smith) ή η επιδίωξη πλούτου στο έργο του Νασσάου Σενιορ(Nassau Senior) ) που διατηρούσε την ενότητα και τάξη του κοινωνικού κόσμου.Το επιστημολογικό πρόγραμμα της νέας Φυσικής είχε εφαρμογή και στον κοινωνικό χώρο ,αφού δεν είχε οντολογική  σύνδεση με τη φύση αλλά ήταν γενικότερα κατάλληλο για την επίλυση γνωστικών-πληροφοριακών  προβλημάτων. Η εξέλιξη έδειξε ότι ήταν εξίσου  αποτελεσματικό εργαλείο για την ανακάλυψη   κοινωνικών νόμων, όπως ήταν  για  την εύρεση των φυσικών νομοτελειών . Η μεθοδολογία των φυσικών επιστημών με μικρές παραλλαγές στήριξε την ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών, προσλαμβάνοντας μάλιστα  στην προσπάθεια αυτή μεγαλύτερο βάθος και προβληματισμό .Από το άλλο μέρος η ιδιαίτερη προβληματική των κοινωνικών επιστημών οδήγησε στη δημιουργία νέων αναλυτικών εργαλείων με γενικότερη γνωστική αξία και ισχύ,όπως είναι π.χ.η θεωρία των παιγνίων.
   2.      Οι δεοντολογικές ή κανονιστικές κοινωνικές επιστήμες

  Οι δεοντολογικές ή κανονιστικές κοινωνικές επιστήμες έχουν κύριο έργο την κατασκευή και επεξεργασία κριτηρίων αξιολόγησης ανθρωπίνων πράξεων, κοινωνικών κανόνων και θεσμών και την ορθολογική στη βάση αυτή διαμόρφωση και ρύθμιση της κοινωνικής ζωής. Η αρχή της αξιολογικής ουδετερότητας που διασφαλίζει το γνωστικό-πληροφοριακό σκοπό των αναλυτικών επιστημών δεν έχει ισχύ, ενώ γίνεται προσπάθεια η λύση των αξιολογικών προβλημάτων να μη αφεθεί σε άλογες και αυθαίρετες αποφάσεις (decisionism). Το τεχνολογικό σχήμα μέσων-σκοπών εφαρμόζεται και εδώ ,όταν πρόκειται για ενδιάμεσες(μη τελικές) αξίες (το διαφωτισμένο ίδιο συμφέρον χρησιμοποιείται ως μέσο για την αύξηση της κοινωνικής ευημερίας ως τελικής αξίας).Για την αξιοποίηση της γνώσης του κόσμου που προσφέρουν οι εμπειρικές επιστήμες κατασκευάζονται αρχές-γέφυρες(Χ.Aλμπερτ) που συνδέουν μεθοδολογικά (όχι λογικά ) ον και δέον. Για τελικές (μη περαιτέρω αναγώγιμες)αξίες και σκοπούς γίνεται μεγάλη προσπάθεια να θεμελιωθούν σε ευρύτερα δεοντολογικά(κυρίως Καντιανού ή συναινεσιακού τύπου) ή συνεπειοκρατικά (κυρίως ωφελιμιστικά) συστήματα.
Στις δεοντολογικές επιστήμες ο κοινωνικός κόσμος δεν προσεγγίζεται ερμηνευτικά ως κείμενο νοημάτων, κανόνων και πρακτικών που δίνει κατάλληλες λύσεις , αν διαβασθεί σωστά, αλλά με ένα σύνθετο αναλυτικό πρόγραμμα που συνδέει βασικές αξιολογήσεις και λειτουργικούς σκοπούς με τις εμπειρικές συνθήκες πραγματοποίησής τους. Η απουσία βέβαια γνωστικών σκοπών και η απομάκρυνση από μια ρυθμιστική έννοια αλήθειας ως ορθής αναπαράστασης του κόσμου οδηγούν  σε κάποια  χαλαρότητα των κριτηρίων κατασκευής και ελέγχου των δεοντολογικών αρχών και υποθέσεων, αλλά το αίτημα έγκυρης νομολογικής γνώσης παραμένει ισχυρό, βρίσκοντας στήριξη σε βασικές επιταγές ηθικότητας (καθολικότητα της ηθικής γλώσσας ) και δικαιοσύνης(όμοια μεταχείριση των ομοίων ως στοιχείο του τυπικού της ορισμού).
Μεθοδολογικά οι κανονιστικές επιστήμες εμφανίζουν σημαντικές επιμέρους διαφορές από τις επιστήμες αναλυτικού τύπου που οφείλονται  κυρίως στους διαφορετικούς σκοπούς που επιδιώκουν.Οι έννοιες  τους έχουν αξιολογική φόρτιση ,αφού εντάσσονται σε δεοντολογικούς κανόνες και αρχές, αντίθετα προς τις έννοιες των αναλυτικών επιστημών που κρίνονται από τη χρησιμότητά τους να διασφαλίσουν υποθέσεις ψηλού πληροφοριακού περιεχομένου. Το χρήμα π.χ. ως έννοια της θετικής οικονομικής θεωρίας έχει άλλο εννοιολογικό περιεχόμενο από το χρήμα ως στοιχείο νομικών κανόνων και ρυθμίσεων. Η λέξη «σκύλος» έχει σε μια απαγορευτική διάταξη που προστατεύει την υγεία με απαγόρευση της εισόδου τους σε καταστήματα τροφίμων άλλη αναφορά από εκείνη της ακριβούς και γνωστικά προσανατολισμένης εννοιολογικής κατηγορίας της ζωολογίας. Το σχήμα κανόνας –εξαίρεση έχει συχνή εφαρμογή και θετική ρυθμιστική αξία ,ενώ η γενικευμένη εφαρμογή του στις αναλυτικές επιστήμες θα οδηγούσε σε ανατροπή του γνωστικού-πληροφοριακού τους σκοπού.
  Πρέπει ωστόσο να τονισθεί ότι διαφοροποίηση μεθόδων μεταξύ αναλυτικών και κανονιστικών επιστημών πρέπει να γίνεται μόνο στο μέτρο που το
επιβάλλουν οι διαφορετικοί τους σκοποί. Η αναλυτική επιστήμη και η θεωρία της  είναι επιτεύγματα  υψηλής ανθρώπινης διανόησης και οι βασικές τους αρχές (ακρίβεια, σαφήνεια, ελεγξιμότητα) πρέπει να τηρούνται σε κάθε μορφή «αντικειμενικής» προσέγγισης του κόσμου.Και οι σύγχρονες συνεπώς δεοντολογικές επιστήμες,στο μέτρο που δεν εκφράζουν υποκειμενικές αξιολογήσεις και πολιτικά ιδεολογήματα ,πρέπει να ακολουθήσουν τα δοκιμασμένα αυτά αναλυτικά πρότυπα, ώστε δικαιολογημένα μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι δεοντολογικές επιστήμες ανήκουν μαζί με τις κοινωνικές σε μια ευρύτερη κατηγορία αναλυτικών(εμπειρικών και κανονικών) επιστημών του ανθρώπου.  
3.         Η συνεργασία εμπειρικών και δεοντολογικών επιστημών

Οι αναλυτικές επιστήμες που επιδιώκουν διεύρυνση του πληροφοριακού μας δυναμικού με χρήση υποθέσεων και θεωριών και το λογικό και εμπειρικό τους έλεγχο μπορούν να συμβάλουν στην ικανοποίηση πρακτικών ανθρώπινων αναγκών. Παρόλο ότι δεν αξιολογούν τα φαινόμενα της πραγματικότητας (για πολλούς δεν παίρνουν θέση στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα) προσφέρουν ανεκτίμητη βοήθεια στην πρακτική μας ζωή, πρώτα γιατί μας δίνουν τα μέσα για να επιτύχουμε συγκεκριμένους σκοπούς και ύστερα γιατί μέσω αρχών-γεφυρών επιτρέπουν γόνιμη κριτική δεοντολογικών σκοπών, κανόνων και αξιών. Ιδιαίτερα η εμπειρικά θεμελιωμένη υπόθεση της προς το ίδιο συμφέρον ορθολογικής συμπεριφοράς(homo economicus) και η συνεχής παρουσία διλημματικών παγίδων σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής(και περισσότερο στο πλαίσιο μεγάλων ομάδων) αποδείχθηκε γόνιμη βάση κριτικής κοινωνικών κανόνων και θεσμών και κατάλληλο εργαλείο δημιουργίας συνεργασιακών πλεονασμάτων και αύξησης της κοινωνικής ευημερίας.
Ιδιαίτερα παραγωγική υπήρξε τα τελευταία χρόνια η συνεργασία Νομικής και Οικονομικής για την ερμηνεία του δικαίου και την αποτελεσματική ρύθμιση κοινωνικών σχέσεων και διαφορών. Με την προσπάθεια εφαρμογής πορισμάτων της οικονομικής έρευνας σε μια αξιολογική διαμόρφωση δικαιικών κανόνων δημιουργούνται σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα λόγω διαφορών  στους σκοπούς και τη μεθοδολογία των δύο επιστημών αλλά και δίνεται η ευκαιρία να οργανωθεί μια δεοντολογική επιστήμη με την αυστηρότητα και ακρίβεια που διαθέτουν οι αναλυτικές επιστήμες.Από την πλευρά αυτή η σύγχρονη Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου μπορεί να λειτουργήσει και ως μοντέλο οργάνωσης μιας αναλυτικά προσανατολισμένης δεοντολογικής κοινωνικής επιστήμης που έχει απαλλαγεί από την κηδεμονία των ανθρωπιστικών επιστημών(που έχουν άλλους σκοπούς και επιδιώξεις από τις ρυθμιστικές των κοινωνικών σχέσεων επιστήμες).
4.  Οι ανθρωπιστικές ή πνευματικές επιστήμες

Οι ανθρωπιστικές ή πνευματικές επιστήμες  (humanities,arts, Geistewissenschaften, sciences humaines,sciences de lesprit,sienze dello spirito ) μπορούν να ορισθούν με πολλούς τρόπους και συνεπώς να καλύψουν διαφορετικές επιστημονικές περιοχές. Ιστορικά διαμορφώθηκαν από τα humaniora που διαδέχθηκαν στα ευρωπαικά πανεπιστήμια μέρος των artes liberales του μεσαίωνα. Αλλά ενώ τα humaniora ορίζονται από μορφωτικούς σκοπούς (έκαναν τον σπουδαστή τους περισσότερο άνθρωπο), οι ανθρωπιστικές επιστήμες στη μεταγενέστερη μορφή τους προσδιορίστηκαν από το γνωστικό τους αντικείμενο που ήταν ο άνθρωπος, οι πράξεις τους και τα πνευματικά τους έργα. ΄Όμως τα τελευταία μπορούν να προσεγγισθούν από πολλές πλευρές και να γίνουν αντικείμενο πολλών επιστημών.  Είναι γιαυτό χρήσιμο οι ανθρωπιστικές επιστήμες να ορισθούν όχι με βάση το αντικείμενο τους αλλά τους σκοπούς που επιδιώκουν και τις μεθόδους που ακολουθούν για να τους πετύχουν. Ο όρος «επιστήμες του ανθρώπου» μπορεί να διατηρηθεί ως γενικότερη έννοια που καλύπτει τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες.
Οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν επιδιώκουν συλλογή αληθών πληροφοριών για τον κόσμο που ζούμε (όπως κάνουν οι αναλυτικές επιστήμες) ούτε έχουν κύριο σκοπό την αξιολόγηση και ρυθμιστική παρέμβαση στην κοινωνική και ατομική ζωή των ανθρώπων (όπως έχουν οι δεοντολογικές επιστήμες). Σκοπός τους είναι η ερμηνευτική κατανόηση του ανθρώπινου πολιτισμού, η διεύρυνση και  βελτίωση της διανθρώπινης επικοινωνίας, η αναζήτηση νοημάτων σε ανθρώπινα έργα, πράξεις , θεσμούς.  Έχουν ιδιογραφικό χαρακτήρα (Βίντελμπαντ (Windelband) ) και επιδιώκουν να συλλάβουν ανθρώπινες δραστηριότητες με βιωματικές κατηγορίες, εκεί που οι αναλυτικές επιστήμες επιχειρούν να κατασκευάσουν γενικές σχέσεις μεταξύ πραγμάτων και ιδιοτήτων τους.Η κατανόηση ως κεντρική τους αναλυτική κατηγορία διαχωρίζεται αυστηρά από την εξήγηση των αναλυτικών επιστημών που συλλαμβάνει τα φαινόμενα ως στοιχεία γενικότερων νομοτελειών και κανονικοτήτων.
Μεθοδολογία της κατηγορίας αυτής επιστημών που έχει ως πρότυπα τις ιστορικές και φιλολογικές επιστήμες, είναι η ερμηνευτική, μια ιδιότυπη πνευματική προσέγγιση που στηρίζεται σε επεξεργασία και γενίκευση των τεχνικών ερμηνείας κειμένων. Κεντρική της θέση που τη διαφοροποιεί ουσιαστικά από το ορθολογικό μοντέλο των αναλυτικών επιστημών είναι η απόρριψη της μεθοδολογικής διάσπασης γνωστικού υποκειμένου και κόσμου (που διασφαλίζει ελεγξιμότητα των επιστημονικών υποθέσεων) και η σύντηξη οριζόντων ερμηνευτή και ερμηνευόμενου αντικειμένου, ώστε να επιτυγχάνεται δημιουργική πρόσληψη της παράδοσης. Με τη συμμετοχική αυτή πράξη παύει να ενδιαφέρει η αληθινή σύλληψη των αρχικών νοημάτων του δημιουργού του πνευματικού έργου και του ακροατηρίου της εποχής του. Η ερμηνευτική διαδικασία είναι μια ανοικτή και επαναλαμβανόμενη στο χρόνο πράξη που ενσωματώνει το παρελθόν στο παρόν, μετατρέποντας το μακρινό και δυσνόητο σε  οικείο και προσιτό κομμάτι του πολιτιστικού παρόντος. Τα πνευματικά έργα αντιμετωπίζονται ως ένα είδος αντικειμενικού πνεύματος που κάθε εποχή ερμηνεύει με τα δικά της μέσα και τις δικές της νοηματικές κατηγορίες.
Ο ρόλος των ανθρωπιστικών επιστημών είναι σήμερα αντικείμενο μεγάλης κριτικής συζήτησης.  Από το ένα μέρος υποστηρίζονται απόψεις που θέλουν οι επιστήμες αυτές να είναι ένα είδος συμψηφισμού των ζημιών της  μεγάλης ανάπτυξης του τεχνολογικού πολιτισμού και των αναλυτικών επιστημών (βλ.κυρίως Γ.Ρίττερ (J. Ritter) και Ο.Μάρκαρντ  (OMarquard) ) ή ένα είδος εργαλείου ενσωμάτωσης στην παράδοση των σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων ( Β. Τσίμμερλι,W. Zimmerli).  Από το άλλο μέρος νεότεροι ερευνητές, όπως o Γ.Μ.Μίττελστρας (J.M.Mittelstrass ), δεν ικανοποιούνται από το παρακολουθηματικό ρόλο των επιστημών αυτών και προσπαθούν να διαμορφώσουν επιστημονικά προγράμματα που θα τις προσδώσουν κριτική στάση και ερευνητικούς σκοπούς. Ανάπτυξη και πρόοδος σε κάθε επιστήμη , συνεπώς και στις ανθρωπιστικές επιστήμες , προυποθέτουν συνεπή εφαρμογή της κριτικής αρχής στα πλαίσια ενός ελευθέρου διαλόγου που εξαφανίζει δογματικές αγκυλώσεις και αυθεντίες ανοίγοντας νέους πνευματικούς ορίζοντες στους ερευνητές. ΄Οσο οι  ανθρωπιστικές επιστήμες περιορίζονται στην απλή καλλιέργεια και μετάδοση των μεγάλων έργων του παρελθόντος ή στην ανακατασκευή ιστορικών εποχών, θα επιτελούν βεβαίως ένα σημαντικό έργο ιστορικής μνήμης και συνέχειας, αλλά δεν θα εκπληρώνουν την κριτική – απομυθοποιητική εκείνη λειτουργία που χρειάζεται ο πολίτης μιας ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας.
  
  

    Γ. Αρχαιοελληνική φιλοσοφική  σκέψη και σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες

                  1. Αρχαιοελληνική ηθική και πολιτική σκέψη

  Η αρχαιοελληνική ενασχόληση με προβλήματα του ανθρώπου και της κοινωνίας ακολούθησε μια σημαντική περίοδο συστηματικής προσπάθειας ορθολογικής ερμηνείας της φύσης.Οι Ιωνες φιλόσοφοι που έκαναν το πρώτο πέρασμα από το μύθο στο λόγο αναζήτησαν τις αρχές του κόσμου που μας περιβάλλει,την πρώτη ύλη(ουσία) που είναι πίσω από τη μεταβλητότητα και εξηγεί την τάξη των φυσικών φαινομένων. Με το σοφιστικό διαφωτισμό και το Σωκράτη το ενδιαφέρον στράφηκε στον άνθρωπο,το νόημα της ύπαρξής του και τα χαρακτηριστικά της οργανωμένης κοινωνικής ζωής.Οι σοφιστές έθεσαν πρώτοι το ερώτημα,αν η δικαιοσύνη στηριζόταν στους νόμους κάθε πόλης  ή στη φύση,θέτοντας έτσι τα θεμέλια της διάκρισης φυσικού και θετικού δικαίου που διατρέχει όλη την ιστορία της Νομικής επιστήμης.Η παραδοσιακή θεική προέλευση των νόμων απορρίφθηκε  και ο άνθρωπος χαρακτηρίσθηκε ως μέτρο όλων των πραγμάτων(Πρωταγόρας).Ηθικές αρχές και κρατικοί  νόμοι  θεμελιώνονται σε πολιτικές αποφάσεις των ανθρώπων και όχι στη θέληση των θεών.
 Η σοφιστική κριτική στις παραδοσιακές αξίες, μαζί με την πνευματική απελευθέρωση που έφερε, δημιούργησε και ένα κλίμα  σκεπτικισμού και αβεβαιότητας  σε πολλούς Έλληνες .Η σωκρατική διδασκαλία μπορεί από μια άποψη να θεωρηθεί προσπάθεια να περιορισθεί ο σοφιστικός σχετικισμός και να θεμελιωθούν σε σταθερότερη βάση πνευματικές και ηθικές αξίες.Για το Σωκράτη  η αρετή είναι γνώση, συνεπώς «ουδείς εκών κακός». Οι κακές πράξεις βλάπτουν την ψυχή και κανείς δεν επιθυμεί να μειώσει την ευτυχία του.Ηθική αδυναμία(να γνωρίζεις και να μη μπορείς να αποφύγεις ) είναι ανύπαρκτη, αφού για να γίνει μια πράξη είναι αρκετή η γνώση των συνεπειών της στην ψυχική αρετή εκείνου που  πράττει.
  Η πλατωνική ηθική φιλοσοφία(βλ.κυρίως την Πολιτεία) με την επικέντρωσή της στην τριμερή διάκριση της ψυχής(λογιστικόν,θυμοειδές, επιθυμητικόν) ήταν μια πρόοδος έναντι του Σωκρατικού διανοητισμού.Η νέα αυτή θεωρία ψυχής αναγνώριζε την ύπαρξη μη ορθολογικών στοιχείων(συναισθημάτων και επιθυμιών,συνεπώς και μη διανοητικών αρετών,όπως το θάρρος στο θυμοειδές και η φρόνηση και εγκράτεια στο επιθυμητικό).  Με τη μεταφορά όμως της τριμερούς διάκρισης της ψυχής στο κράτος(παρόλο που ο ίδιος ο Πλάτων ισχυρίζεται ότι η μεταφορά είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση) εμφανίζονται  προβλήματα και ανεπιθύμητες συνέπειες.Η αντιστοιχία των τριών μερών της ψυχής στην κοινωνική  διαστρωμάτωση της πόλης(λογιστικόν : φιλόσοφοι,βασιλείς , θυμοειδές : φύλακες , επιθυμητικόν : τεχνίτες,δημιουργοί ) παραγνωρίζει το γεγονός ότι ενώ η ψυχική διάκριση αφορά ένα πρόσωπο, η κοινωνική διαφοροποίηση αφορά ένα σύνολο προσώπων : η υποταγή ενός τεχνίτη στην εξουσία των βασιλέων είναι ασφαλώς κάτι εντελώς διαφορετικό από την υποταγή των επιθυμιών μας στις επιταγές του λογικού μας.Η επιθυμία του Πλάτωνα να διασφαλίσει τη σταθερότητα της πόλης τον έκανε να  παραγνωρίσει την ανάγκη θεσμικής οριοθέτησης και προστασίας της ατομικής ελευθερίας. Γενικότερα η άμεση αρχαιοελληνική δημοκρατία με την επικέντρωσή της στη συλλογική λήψη αποφάσεων παραμέλησε τη ρητή αναγνώριση και καθιέρωση ατομικών δικαιωμάτων που είναι δημιουργήματα της νεότερης ιστορίας του Ευρωπαικού μας πολιτισμού.
  Το έργο του Αριστοτέλη (κυρίως τα Ηθικά Νικομάχεια και τα Πολιτικά) είναι το αποκορύφωμα της αρχαιοελληνικής ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας. Για το σταγιρίτη φιλόσοφο κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα έχει ένα απώτερο σκοπό, την ευδαιμονία, που ορίζεται όχι ως ψυχική ευχαρίστηση αλλά ως κατάσταση αγαθού βίου ή αγαθής ψυχής. Περιεχόμενο της ευδαιμονίας είναι η εκπλήρωση(αρετή) του βασικού «έργου» του ανθρώπου που είναι η άσκηση του ορθού λόγου ως της ψηλότερης λειτουργίας της ψυχής του(ψυχής ενέργεια κατά λόγον).Σημείο αναφοράς δεν είναι μεμονωμένες πράξεις, όπως στις σύγχρονες ηθικές θεωρίες, αλλά ολόκληρες ζωές. Ενώ οι αρχαίοι επιχειρούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα ,τι άνθρωποι πρέπει να είμαστε , για τους  νεότερους από τον Καντ και τους ωφελιμιστές ως σήμερα το πρόβλημα του ενάρετου βίου είναι παράγωγο της ηθικότητας των ατομικών πράξεων. Αρετές για την αρχαία ελληνική σκέψη ήταν έξεις, δηλ. χαρακτηρολογικές καταστάσεις που διαμορφώνονται από το λόγο και τις συνήθειες και είναι αιτίες επιτυχών ατομικών πράξεων.
  Ηθική, πολιτική και παιδεία συνδέονται στενά μεταξύ τους. Εργο της πολιτείας είναι η ευδαιμονία των πολιτών : καλύτερο πολίτευμα είναι εκείνο που προσφέρει ελευθερία δράσης και προσωπική ικανοποίηση στα μέλη του.Ο Αριστοτέλης επέκρινε προσπάθειες, όπως η Πλατωνική, να κατασκευασθεί μια ιδανική πολιτεία.Παρόλο που ο γενικός φιλοσοφικός του προσανατολισμός(σε φύση και κοινωνία) ήταν τελεολογικός, η πολιτική του φιλοσοφία είχε ρεαλιστικές βάσεις, στηριζόταν σε αληθινούς ανθρώπους και αξιοποιούσε εμπειρίες της πραγματικής κοινωνικής ζωής. Κατέγραψε,μελέτησε και συστηματοποίησε 158 συντάγματα(με την έννοια των πολιτικών συστημάτων) πόλεων της εποχής του(σώζεται μόνο Αθηναίων Πολιτεία).Η προτίμησή για την πολιτεία, ένα πολίτευμα που συνδυάζει δημοκρατικά και ολιγαρχικά στοιχεία, στηρίζεται σε προσεκτική μελέτη των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων όλων των μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει τέλειο πολίτευμα ,όπως δεν υπάρχει τέλειος άνθρωπος ή τέλεια ηθική ζωή.

  Πρωτότυπες και σημαντικές προσεγγίσεις  στο χώρο των πολιτικών  φαινομένων και της διαχρονικής τους πορείας είχαν ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης,ο Πρωταγόρας και ο Θρασύμαχος.
  Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό(484-425) ήταν ένας μεγαλοφυής ιστορικός(pater historiae τον ονόμασε ο Κικέρων) με κριτική σκέψη, βαθιά γνώση των ανθρώπων ,αλλά και ευρύτατες γεωγραφικές και πολιτισμικές γνώσεις από τα πολλά ταξίδια του. Γράφει με αντικειμενικότητα και συμπάθεια(ο Popper τον κατατάσσει στους πρώτους οπαδούς της ανοικτής κοινωνίας) για θρησκείες,ήθη και έθιμα, για τέχνη και πολιτισμό, για γεωγραφικές πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, για αδυναμίες και αλλαγές της τύχης στη μοίρα των ανθρώπων. Η ιστορία είναι για αυτόν ένας διαρκής κύκλος : τις εποχές της ακμής διαδέχονται περίοδοι παρακμής και κατάπτωσης. Κεντρικό του θέμα είναι οι Ελληνοπερσικοί πόλεμοι,αλλά ασχολείται συστηματικά και με την προιστορία των λαών που μετέχουν, ώστε το έργο του μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη παγκόσμια ιστορία πολιτισμού. Κράτη και άτομα έχουν στενή σύνδεση στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, παίρνουν όμως  άλλη μορφή στις αυταρχικές κοινωνίες της ανατολής και άλλη στις ελεύθερες ελληνικές πόλεις. Η μεγάλης άνοδος της Αθήνας ήταν αποτέλεσμα του δημοκρατικού πολιτεύματος και  νόμων που ενισχύουν ατομικές πρωτοβουλίες στην κοινωνική ζωή. Με αφορμή ένα πιθανότατα κατασκευασμένο διάλογο μεταξύ του Δαρείου και ευγενών της περσικής αυλής ο Ηρόδοτος αναλύει με σαφήνεια πλεονεκτήματα και αδυναμίες των διαφόρων πολιτευμάτων(μοναρχίας, αριστοκρατίας, δημοκρατίας). Σε ένα άλλο διάλογο δείχνει τη σχετικότητα των ανθρώπινων αξιών με αναφορά στην ταφή των νεκρών( οι Ελληνες τους έκαιγαν,κάποιοι βάρβαροι τους έτρωγαν). Είναι ωστόσο ενδεχόμενο το  παράδειγμα αυτό να μη δείχνει διαφορά τελικών αξιών(σεβασμός στους νεκρούς),αλλά διαφορετικά μέσα έκφρασής τους.
  Η πολιτική είναι για το Θουκυδίδη μια αυτόνομη περιοχή, ανεξάρτητη από το δίκαιο και την ηθική. Ακολουθώντας τη σοφιστική παράδοση(ιδιαίτερα τη μέθοδο της αντιλογίας που παρουσιάζει τα γεγονότα και από τις δύο πλευρές των αντιμαχομένων) αναλύει τυπικά φαινόμενα δύναμης και επιχειρεί αιτιακή τους σύνδεση και συσχέτιση. Παρά την έλλειψη επιστημονικής θεωρίας οδηγείται συχνά σε διαπιστώσεις με ψηλό πληροφορικό περιεχόμενο και ικανοποιητικά εξηγητικά αποτελέσματα. Η ανθρώπινη ιστορία είναι για το Θουκυδίδη ένας αγώνας για εξουσία και ελευθερία, που είναι αναλλοίωτα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης.Οι αναλύσεις του πρόσφεραν βάση και δυνατότητες στις μεταγενέστερες θεωρίες της πολιτικής εξουσίας(πρβλ.Μακιαβέλι) .
  Προς την ίδια κατεύθυνση και εναντίον της ηθικολογούσας προσέγγισης του συνομιλητή του Σωκράτη (πρβλ.πρώτο βιβλίο της Πολιτείας) ήταν και η προσέγγιση του Θρασύμαχου (που θυμίζει ανάλογη προσέγγιση του Καλλικλή στον Γοργία ). Ότι το δίκαιο είναι ο, τι ωφελεί τους ισχυρούς(το του κρείττονος συμφέρον) θεμελιώνεται στην εμπειρική παρατήρηση της πραγματικής λειτουργίας των διαφόρων πολιτευμάτων. Τόσο στις δημοκρατίες όσο και στις τυραννίες το δίκαιο που ισχύει και απαγορεύεται η παράβαση του είναι ό,τι ωφελεί τους κυβερνώντες είτε είναι εκλεγμένοι είτε έχουν κατακτήσει με τη βία την εξουσία. Ο Θρασύμαχος παρομοιάζει τη σχέση κυβερνώντων και κυβερνωμένων με τη σχέση βοσκού και προβάτων ,αφού και στις δύο περιπτώσεις η άσκηση της εξουσίας δεν γίνεται για το καλό των πολιτών και του ποιμνίου αλλά για το συμφέρον των κυβερνώντων και του ποιμένα(Ι,343b). Είναι εντυπωσιακό ότι ο πλατωνικός Σωκράτης ταυτίζει τη σχέση βοσκού και προβάτων με τη σχέση γιατρού και ασθενών, δίνοντας στην πρώτη ένα νόημα(που ακολούθησε και η χριστιανική παράδοση) τελείως αντίθετο με την εμπειρική πραγματικότητα (η επικρατούσα μεταφορά για την πόλη στην αρχαία Αθήνα ήταν πλοίο και πλήρωμα). Για τον Πρωταγόρα(βλ.το μύθο του στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο) η ανάλυση των πολιτικών φαινομένων δείχνει ότι οι θεσμοί και οι νόμοι δεν είναι προιόν δικαιοσύνης ή συναίνεσης αλλά μέσο αντιμετώπισης της προβληματικής βιολογικής υποδομής του ανθρώπου(πρβλ.αργότερα και Hobbes: ο άνθρωπος στη φύση ζει υπό συνθήκες πολέμου «όλοι εναντίον όλων»). Σε σύγχρονη θεώρηση οι διαπιστώσεις αυτές δεν έχουν αξιολογικό περιεχόμενο(η διαπίστωση ότι στις κοινωνίες που μελετήθηκαν ισχύει ως δίκαιο ό,τι προσφέρει πλεονεκτήματα στον ισχυρό δεν συνεπάγεται τη θέση  ότι αυτό είναι αξιολογικά αποδεκτό). Προσφέρουν ωστόσο χρήσιμα εργαλεία(αρχή της πρακτικότητας) που βοηθούν στη διαμόρφωση προυποθέσεων για την πραγματική εφαρμογή των κανόνων στον κοινωνικό χώρο.
  


                         


                   2. Δίκαιο και Οικονομία

  Νομική(jurisprudentia) ως ιδιόμορφη περιπτωσιολογική επίλυση κοινωνικών σχέσεων και διαφορών είναι έργο της αρχαίας Ρώμης.Η αρχαία ελληνική σκέψη δεν δημιούργησε μια αυτόνομη πνευματική ενασχόληση με νομικά προβλήματα. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Το ελληνικό δικανικό σύστημα με τα πολυμελή λαικά δικαστήρια καλλιέργησε τη ρητορική ως την τέχνη της (επιχειρηματολογούσας) πειθούς ,αντίθετη πολλές φορές στη νηφάλια επίλυση συγκεκριμένων κοινωνικών διαφορών.Από το άλλο μέρος ο φιλοσοφικός προσανατολισμός των Ελλήνων στην ιδέα της δικαιοσύνης παρωθούσε σε καθολική σύλληψη δικαιικών αρχών και αξιών, εμποδίζοντας προσπάθειες ερμηνευτικής επίλυσης επί μέρους περιπτώσεων. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι η ελληνική φιλοσοφική σκέψη(δικαιοσύνη ως συνεκτικός δεσμός των ανθρώπινων κοινωνιών) συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση των θεωρητικών θεμελίων της ρωμαικής νομικής επιστήμης. Ιδιαίτερη επίδραση είχε η στωική φιλοσοφία με τον κοσμοπολιτικό της χαρακτήρα και τη στήριξή της στις αρχές του έλλογου και ηθικού βίου, του ελέγχου των παθών και της ισότητας των ανθρώπων.
 Περιορισμένη ήταν και η συστηματική ενασχόληση των αρχαίων Ελλήνων με καθαρά οικονομικά θέματα.Οι λίγες οικονομικές αναλύσεις ήταν μέρος της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας, εντάσσονταν σε γενικά ηθικοπολιτικά συστήματα και εξυπηρετούσαν αντίστοιχους σκοπούς. Υπήρχαν ακόμα συμβολές στην επίλυση επίκαιρων πρακτικών προβλημάτων(όπως π.χ.το Περί προσόδων του Ξενοφώντα),αναφορές σε δικανικούς λόγους και καταγραφές οικονομικών περιστατικών χωρίς θεωρητική αξία. Περιστασιακές ενασχολήσεις με οικονομικά θέματα είχαν πολλοί φιλόσοφοι, ιστορικοί και ποιητές, όπως ο Ομηρος, ο Ησίοδος, ο Αριστοφάνης(στους Βατράχους πρώτη διατύπωση του νόμου του Gresham :το κακό νόμισμα διώχνει το καλό),  ο  Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ιδιαίτερα ο Δημόκριτος που πρόσφερε μια σειρά εντυπωσιακών προιδεάσεων κεντρικών εννοιών της σύγχρονης Οικονομικής( υποκειμενική χρησιμότητα και η φθίνουσα τάση της, πλούτος και περιουσιακά δικαιώματα,  ατομική ιδιοκτησία, προτίμηση του παρόντος έναντι του μέλλοντος στην ικανοποίηση των αναγκών αλλά και υπεροχή της ελευθερίας έναντι των υλικών αγαθών). Τις σημαντικότερες θεωρητικές συμβολές σε οικονομικά θέματα είχαν ο Ξενοφών (Οικονομικός, Πόροι ή Περί Προσόδων και Κύρου Παιδεία), ο Πλάτων (Πολιτεία, Πολιτικός και Νόμοι, αλλά και ειδικές αναφορές στους διαλόγους Σοφιστής , Ευθύδημος, Πρωταγόρας και Λύσις) και ο Αριστοτέλης (κυρίως Ηθικά Νικομάχεια και Πολιτικά).Πρωταρχικός τους στόχος ήταν η αυτάρκεια της πόλης με αποτελεσματική αμυντική της οργάνωση και τον εφοδιασμό (μέσω της καλλιέργειας της γης) των πολιτών της  με τρόφιμα. Επίκεντρο των αναλύσεών τους ήταν το ατομικό νοικοκυριό. Η επιδέξια διαχείριση του οίκου (οικονομία) εκλαμβάνεται ως βασικό ανθρώπινο καθήκον –και το ίδιο ισχύει για τη διαχείριση της πόλης που είναι στην ουσία ένα διευρυμένο νοικοκυριό. Η σημασία του εμπορίου και των οικονομικών ανταλλαγών για την ανάπτυξη και την ευημερία υποβαθμίζονταν.  Η ιδέα ότι οι συναλλαγές σε ελεύθερες αγορές αυξάνουν την ευημερία όλων των συναλλασσομένων (συνεπώς δεν είναι παίγνια μηδενικού αθροίσματος) ή ότι η επιδίωξη κέρδους οδηγεί σε αύξηση του όγκου και της ποιότητας των προσφερομένων αγαθών και σε αποτελεσματικότερη ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών από όση θα προσέφεραν ηθικοί – διοικητικοί μηχανισμοί κατανομής των πόρων παρέμεινε ξένη προς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Κεντρική θέση είχαν ευδαιμονία σε περιορισμένη υλική βάση, εισόδημα κατάλληλο για την κοινωνική θέση των πολιτών, βελτίωση της ποιότητας (όχι της ποσότητας) των διαθέσιμων αγαθών.
             
                    3. Οι νεότερες κοινωνικές επιστήμες.
 
   Το χώρο της αδιαφοροποίητης αρχαιοελληνικής κοινωνικής σκέψης καλύπτει σήμερα μια σειρά ειδικών κοινωνικών επιστημών. Ο 18ος αιώνας έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον άνθρωπο και τις κοινωνικές του σχέσεις(τάση που συνεχίσθηκε και στο 19ο αιώνα). Ιδιαίτερο βάρος στη δημιουργία της πρώτης κοινωνικής επιστήμης, της Οικονομικής(έργο των κλασσικών Βρετανών οικονομολόγων A. Σμιθ, Ντ.Ρικάρντο, Θ.Μάλθους) ,είχε ο Σκωτικός διαφωτισμός, ένα ορθολογικό πνευματικό κίνημα με διεπιστημονικό χαρακτήρα που συνέδεε επιστημολογικά τη μελέτη των φυσικών και ανθρώπινων φαινομένων.Οι σημαντικότεροι κοινωνικοί επιστήμονες της εποχής Ι.Λοκ (J.Locke),Φρ.Χιούτσεσον (Fr.Hutcheson),Ντ.Χιουμ και A. Σμιθ επιχειρούσαν θεμελίωση των θεωρητικών κατασκευών σε νευτώνεια μεθοδολογικά πρότυπα.Η ανθρώπινη φύση(ανάγκες, συναισθήματα και κλίσεις) έχει ομοιομορφίες ανάλογες με εκείνες του φυσικού κόσμου και επομένως πρέπει να προσεγγισθεί με την ίδια μεθοδολογία που με επιτυχία εφαρμόσθηκε στη φύση.Πρόγραμμα του σκωτικού διαφωτισμού ήταν να ευρεθεί και στο χώρο των moral sciences (που κάλυπταν όλες τις επιστήμες του ανθρώπου Πολιτική Οικονομία,Νομική, Ιστορία, Ανθρωπολογία, Ηθική) μια γενική σχέση, όπως η βαρύτητα, που θα εξηγούσε τις ανθρώπινες σχέσεις και θα διασφάλιζε την ενότητα και λειτουργικότητα των ανθρωπίνων κοινωνιών.
  Η ατομιστική μεθοδολογία της Οικονομικής που στήριζε το θεωρητικό της συγκρότημα σε υποθέσεις ατομικής ορθολογικής συμπεριφοράς(με κεντρική υπόθεση τον homo economicus) βρήκε ισχυρό αντίλογο στην κυρίως ολιστικά  προσανατολισμένη Κοινωνιολογία(αλλά και αρχικά στην Πολιτική Επιστήμη,δημιούργημα των αρχών του 20ου αιώνα).Πρόδρομοι της Κοινωνιολογίας ήταν ο Ε.Σαιν-Σιμον (Η.Saint-Simon) και ο Α.Κομτ (A.Comte που της έδωσε και το όνομα) ,αλλά κατεξοχήν θεμελιωτές της ήταν οι Ε.Ντυρκέμ(Ε.Durkheim), Β.Παρέτο (V.Pareto) και M. Βέμπερ.Για τον E. Ντυρκέμ  η κοινωνία έχει πρωτογενή ύπαρξη και τα κοινωνικά φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν πράγματα έξω από τον έλεγχο του επιστήμονα που τα εξετάζει. Ορθολογική συμπεριφορά είναι η εξαίρεση. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι άνθρωποι προσανατολίζονται σε κανόνες και αρχές που διαμορφώνονται και μεταβιβάζονται  με διαδικασίες κοινωνικοποίησης. Ο Β.Παρέτο αναλύει και άλλους τύπους συμπεριφοράς πέρα από την ορθολογική συσχέτιση μέσων και σκοπών, ενώ ο M. Βέμπερ διακρίνει μεταξύ ορθολογικότητας σκοπών (Zweckrationalität) και αξιών(Wertrationalität),χρησιμοποιώντας μια κατανοητική προσέγγιση ως μέσο κατασκευής γενικών υποθέσεων και θεωριών στα πρότυπα των φυσικών επιστημών.
  Στις αρχές της δεκαετίας του 70  φαινόταν ότι η κοινωνιολογική προσέγγιση θα επικρατούσε ,μετατρέποντας την Οικονομική σε μια κοινωνιολογία αγορών(πρβλ.την κριτική του Χ.Αλμπερτ στον Πλατωνισμό των οικονομικών μοντέλων).Η εξέλιξη ήταν εντελώς διαφορετική.Τα γνωστικά αδιέξοδα της δεσπόζουσας τότε νεοκλασικής Οικονομικής αντιμετωπίσθηκαν όχι με εισαγωγή μεταβλητών από το χώρο των άλλων κοινωνικών επιστημών αλλά με διατήρηση της υπόθεσης ορθολογικής συμπεριφοράς και την εισαγωγή θεσμών ως μηχανισμών συντονισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων(στην παράδοση του Α.Σμιθ). Το οικονομικό μοντέλο  εφαρμόσθηκε σε χώρους που παραδοσιακά ανήκαν σε επιστήμες με ολιστική μεθοδολογία (Κοινωνιολογία ), με έντονο πειραματικό προσανατολισμό (Ψυχολογία), με περιγραφικές θεσμικές αναλύσεις (Πολιτική Επιστήμη )  ή με ρυθμιστικούς  σκοπούς (Νομική).Η οικονομική προσέγγιση εφαρμόσθηκε στο γάμο, στην οικογένεια, στην εκπαίδευση, στην εγκληματικότητα και στις φυλετικές διακρίσεις  ( Γ.Μπέκερ,G. Becker),στο σύνταγμα ( Ι.Μ.Μπιουκάναν,.M.Buchanan),στην αποτελεσματικότητα των νομικών κανόνων (Ρ.Κόουζ (R.Coase), Ρ.Πόσνερ (R.Posner) ). Η υπόθεση της ορθολογικής συμπεριφοράς  (homo economicus) δεν αντιμετωπίζεται κυρίως  ως φορέας άμεσης εμπειρικής αλήθειας (παρόλο που προσεγγίζει σωστά την πραγματική συμπεριφορά των ανθρώπων σε μεγάλες ομάδες) αλλά ως θεωρητική κατασκευή που εξηγεί ομαδοποιημένες συνέπειες ανθρώπινων πράξεων μέσω αναγωγής τους στους περιορισμούς που τις ορίζουν και τις διαμορφώνουν . Τα κοινωνικά φαινόμενα προσεγγίζονται ως ορθολογικές αντιδράσεις στους περιορισμούς και τα κίνητρα της πραξιακής κατάστασης. Από την πλευρά αυτή ο homo economicus ως φορέας ατομικών πράξεων και διαδράσεων αποτελεί το σημαντικότερο μοχλό ενοποίησης των κοινωνικών επιστημών, ενώ οι θεσμοί ως προιόν κοινωνικών διαδράσεων και ως συντονιστικός μηχανισμός ατομικών πράξεων είναι η σημαντικότερη γέφυρα συνεργασίας μεταξύ των επιμέρους εμπειρικών κοινωνικών επιστημών και μεταξύ των εμπειρικών και των κανονιστικών κοινωνικών επιστημών. Το οικονομικό μοντέλο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις(όχι μόνο όπου υπάρχει χρήμα,όπως γενικά νομίζεται) που οι άνθρωποι επιδιώκουν να βελτιώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη ζωή τους. Και αυτό συμβαίνει τόσο στις μεγάλες ανώνυμες ομάδες που δημιουργούν τυπικά διλήμματα φυλακισμένου, όσο πολλές φορές και σε μικρές (π.χ. οικογένεια), όπου τα μέλη τους σταθμίζουν κόστος και οφέλη της συμμετοχής τους σ’αυτές (π.χ. της διατήρησης ή διάλυσης ενός γάμου).Με τη γενίκευση εφαρμογής του οικονομικού μοντέλου σε όλο τον κοινωνικό χώρο η Οικονομική παύει να είναι η παραδοσιακή επιστήμη των αγορών και μετατρέπεται σε μια επιστήμη κοινωνικών διαδράσεων και θεσμών με πλούσιο γνωστικό δυναμικό και εξηγητική ισχύ. Οι θεσμοί λειτουργούν ως περιορισμοί των δυνατών επιλογών σε ατομικό επιπέδο, επομένως ως βασική εξηγητική μεταβλητή κοινωνικών φαινομένων, ενώ σε ένα ψηλότερο επίπεδο γίνονται explananda μιας γενικότερης θεωρίας αυτογενών κοινωνικών διαδικασιών ή συλλογικών αποφάσεων.
  Μεθοδολογική ανάλυση του προβλήματος  των αξιολογήσεων είναι έργο των νεότερων χρόνων.Πρώτος το επισήμανε ο Ντ.Χιουμ (A Treatise of Human Nature,1740,b.III,i,1),αλλά η συστηματική του ανάλυση είναι έργο του M. Βέμπερ.Στη Βεμπεριανή παράδοση και με αξιοποίηση των πορισμάτων των σύγχρονων επιστημολογικών ερευνών σαφή και αποτελεσματική λύση του προβλήματος προσφέρουν οι συμβολές του σημαντικότερου ζώντος φιλοσόφου των κοινωνικών επιστημών Χ.Αλμπερτ.Με τη διασάφηση των λογικών σχέσεων και των πραγματιστικών προυποθέσεων των οντολογικών –περιγραφικών προτάσεων και των αξιολογικών κρίσεων είναι σήμερα δυνατή,όπως αναλύθηκε, η κατασκευή δεοντολογικών κοινωνικών επιστημών που αποφεύγουν φυσικιστικές πλάνες και αξιοποιούν ρυθμιστικά τις γνώσεις που προσφέρουν οι εμπειρικές φυσικές και κοινωνικές επιστήμες.Οι θετικιστικές προσεγγίσεις(εμπειρικές και δεοντολογικές) στο χώρο της Νομικής οδήγησαν σε επιστημονικά αδιέξοδα ,και η επιστροφή στο  κανονιστικό μοντέλο με στάση συμμετοχής και αξιοποίηση της αναλυτικής παράδοσης(επιστήμη ως ακριβής,αυστηρή και διυποκειμενικά ελέγξιμη προσέγγιση του κόσμου)άνοιξε γόνιμους δρόμους μεθοδολογικού δυισμού μεταξύ των αναλυτικών και των δεοντολογικών επιστημών.Με την αξιοποίηση της θετικής και κυρίως της δεοντολογικής(welfare economics) οικονομικής θεωρίας προσφέρονται δυνατότητες διερεύνησης και εντοπισμού των συνεπειών των νομικών ρυθμίσεων και αξιολόγησή  τους με κριτήρια ευημερίας(Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου).Αλλά και η Ηθική διαμορφώνεται ως αυτοτελής επιστήμη με αξιοποίηση πολλών ειδικών επιστημών και θεμελίωσή της σε ωφελιμιστική θεωρία(κυρίως κανονικού ωφελιμισμού) και θεωρίες δικαιωμάτων.
  Η μεγάλη σύγχρονη πρόοδος στη μελέτη της κοινωνικής ζωής οφείλεται στη σαφή διάκριση οντολογικών και αξιολογικών κρίσεων.Επιτρέπει αύξηση του γνωστικού-πληροφορικού μας δυναμικού με μια σειρά εμπειρικών κοινωνικών επιστημών που αξιοποιούν τα αναλυτικά εργαλεία των τυπικών επιστημών(Λογική,Μαθηματικά) αλλά και αποτελεσματικότερες ρυθμιστικές παρεμβάσεις με αυστηρά αξιολογικά κριτήρια και χρησιμοποίηση της εμπειρικής επιστημονικής  γνώσης.Η ανυπαρξία οικονομικής επιστήμης στην Αρχαία Ελλάδα δεν ήταν συνέπεια της περιορισμένης σημασίας της αγοράς,όπως συχνά υποστηρίζεται (αυτό δικαιολογεί μόνο την ανυπαρξία διακριτής ενασχόλησης με οικονομικά φαινόμενα),αλλά της μεθοδολογικής ταύτισης οντολογικών και αξιολογικών προτάσεων που οδηγούσε σε μια απλοική εικόνα του κοινωνικού κόσμου. Τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής(αντίθετα προς τα φυσικά) φαίνονταν να βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχό μας,ώστε το εύλογο ερώτημα ήταν ,όχι τι συμβαίνει και γιατί ,αλλά τι πρέπει να κάνουμε.Η συζήτηση ήταν τυπικά αξιολογική : αν κάνουμε σωστή επιλογή σκοπών και αξιών, η πραγματικότητα διαμορφώνεται εύκολα σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιλογές μας.Το πρόβλημα που πρώτος έθεσε ο A. Σμιθ ,πώς εξηγείται ο συντονισμός των συναλλακτικών σχεδίων χιλιάδων οικονομικών μονάδων σε μια κοινωνία χωρίς κεντρικό σχεδιασμό,αναβάθμισε την παραδοσιακή ηθική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων σε εξηγητική επιστήμη ενός μη άμεσα ελέγξιμου κοινωνικού χώρου και άνοιξε το δρόμο στη σύγχρονη εκπληκτική άνοδο της κοινωνικής επιστημονικής γνώσης.
  Η στάση συμμετοχής στις δεοντολογικές επιστήμες οδηγεί στο ερώτημα της τελικής θεμελίωσης των βασικών μας αξιών που στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη είχαν υπερβατικές -οντολογικές βάσεις(Πλάτων) ή ήταν ενδογενείς των πραγμάτων μορφές σε μια τελεολογική σύλληψη του κόσμου(Αριστοτέλης).Με την οριστική υπέρβαση του λεκτικού-σημασιολογικού απριορισμού αλλά και την εγκατάλειψη της τελεολογίας υπέρ μιας αιτιοκρατικής σύλληψης της πραγματικότητας(Γαλιλαίος, Νεύτωνας)  οι τελικές αξίες πρέπει να θεωρηθούν πρωτότυπα δημιουργήματα του ανθρωπίνου πνεύματος και της ανθρώπινης ελευθερίας.Σε αυτή τη βάση κινείται και η κατανοητική μεθοδολογία των πνευματικών ή ανθρωπιστικών επιστημών(ιστορία, φιλολογίες, αισθητική και ιστορία τέχνης) που αποσκοπεί στην βιωματική σύλληψη και αξιολόγηση πνευματικών έργων και ανθρωπίνων πράξεων.


                                  Βοηθήματα για τη διάλεξη


Γέμτος,Π.Α., Οι κοινωνικές  επιστήμες. Μια Εισαγωγή,2η διευρυμένη έκδοση, Αθήνα 2013

Γέμτου, Π.A., Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών,τομ.2,4η έκδοση, Αθήνα 2004

Γέμτου,Π.Α.Αρχαιοελληνική κοινωνική σκέψη : Μια κριτική ανάλυση με βάση τη σύγχρονη επιστημολογία και τις νεότερες κοινωνικές επιστήμες, Αθήνα 2013